- ψυλλόβρωτος
- ψυλλόβρωτος, ον,A eaten of fleas (or perh. red spiders),
λάχανα Gp.12.7.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λάχανα Gp.12.7.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψυλλόβρωτος — ον, ΜΑ (για φυτά) αυτός που καταφαγώθηκε από ψύλλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψύλλος / ψύλλα + βρωτός (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. ὀρνεό βρωτος] … Dictionary of Greek
ψυλλόβρωτα — ψυλλόβρωτος eaten of fleas neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)